- ανθοβολή
- η , ανθοβόλημα τό , ανθοβόληση [-ις (-εως)] η1) цвет, цветение; 2) осыпание цветами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοβολή — ανθοβολή, η και ανθοβόληση, η και ανθοβόλημα, το άνθηση, ανθοφορία, ραντισμός με λουλούδια: Τέτοιο ανθοβόλημα δέντρου δεν είχα ξαναδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοβολή — η η άνθηση … Dictionary of Greek
ἀνθοβολῇ — ἀνθοβολέω bestrew with flowers pres subj mp 2nd sg ἀνθοβολέω bestrew with flowers pres ind mp 2nd sg ἀνθοβολέω bestrew with flowers pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)